- λιγούριασμα
- το, -ατοςτο να λιγουριάσει κανείς, η λιγούρα: Κάθε βράδυ με πιάνει λιγούριασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιγούριασμα — το [λιγουριάζω] 1. η πρόκληση λιγούρας 2. η λιγούρα … Dictionary of Greek